-
1 реагент
хим. το αντιδραστήριοкоагулирующий - η (συμ)πηκτική ουσία, το μέσον πήξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реагент
См. также в других словарях:
ρεννίνη — η, Ν χημ. ένζυμο πηκτικό τού γάλατος, κν. πυτιά … Dictionary of Greek
άγαρ — Βλεννώδης ουσία που αποτελείται κυρίως από πολυσακχαρίτες και εξάγεται από θαλάσσια ερυθροφύκη. Τα ερυθροφύκη αυτά αφθονούν στην Καλιφόρνια και την Ιαπωνία. To ά., αν και δεν διαλύεται στο κρύο νερό, προσροφά μεγάλη ποσότητα, φτάνοντας στο… … Dictionary of Greek
πηκτίνες — Οργανικές ουσίες της ομάδας των πολυσακχαριτών, οι οποίες βρίσκονται στα κυτταρικά τοιχώματα και στους μεσοκυτταρικούς χώρους πολλών φυτικών ιστών, κυρίως των σπόρων, των ριζωμάτων και των καρπών. Οι π. αποτελούνται από γραμμικά μακρομόρια μέσου… … Dictionary of Greek